- ανακουφισμός
- ο [ανακουφίζω]η ανακούφιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανακουφίζω — (Α ἀνακουφίζω) 1. λιγοστεύω το βάρος κάποιου πράγματος, ελαφρώνω, ξαλαφρώνω 2. σηκώνω, ανασηκώνω νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. ελαφρώνω κάποιον από τα βάρη του, τις υποχρεώσεις ή τις οικονομικές δυσχέρειες, συντρέχω, βοηθώ, ενισχύω 2. απαλλάσσω κάποιον… … Dictionary of Greek